σαηεντολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαηεντολόγος < αγγλική scientologist
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαηεντολόγος θηλυκό και σαϊεντολόγος
- → δείτε τη λέξη σαϊεντολόγος