σαλάδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το σαλάδο
      γενική του σαλάδου
    αιτιατική το σαλάδο
     κλητική σαλάδο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλάδο < (άμεσο δάνειο) ισπανική salado

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαλάδο ουδέτερο (ιδιωματικό)

  1. αλίπαστο (κρέας)
    νά τούς παρακαλέσῃ ἐκ μέρους του νά τοῦ στείλουν, ἂν τούς εὑρίσκετο, ὀλίγον κρέας σαλάδο, ἐξ ἐκείνου τό ὁποῖον μαγειρεύουν εἰς τά πλοῖα τά ἐκτελοῦντα μακρούς πλοῦς (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
  2. σαλάμι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]