σαλιγκαράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαλιγκαράκι | τα | σαλιγκαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σαλιγκαράκι | τα | σαλιγκαράκια |
κλητική | σαλιγκαράκι | σαλιγκαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαλιγκαράκι ουδέτερο
- μικρό σαλιγκάρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαλιγκαράκι
|