σαμαρσκίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαμαρσκίτης < samarskite → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαμαρσκίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία, χημεία) ορυκτό οξείδιο σπανίων γαιών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαμαρσκίτης
|