σβόλιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σβόλιασμα τα σβολιάσματα
      γενική του σβολιάσματος των σβολιασμάτων
    αιτιατική το σβόλιασμα τα σβολιάσματα
     κλητική σβόλιασμα σβολιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σβόλιασμα < σβολιάζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σβόλιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]