σβόλιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σβόλιασμα < σβολιάζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σβόλιασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του σβολιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σβόλιασμα
|