σεντινόνερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεντινόνερο < ιταλική sentina + -ο- + -νερο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεντινόνερο ουδέτερο
- μείγμα υγρών από τα ύφαλα του πλοίου το οποίο περιέχει πετρέλαιο και είναι ρυπογόνο απόβλητο
- ※ Αντικείμενο μελέτης του συγκεκριμένου έργου είναι το σεντινόνερο των εμπορικών πλοίων. Πρόκειται για ένα ετερογενές μείγμα υγρών που συλλέγονται από το δίκτυο σεντίνας του πλοίου και σχηματίζει υδατικά γαλακτώματα αποτελούμενα από δύο φάσεις, μία που περιέχει κυρίως νερό (υδατική φάση) και μία άλλη που περιέχει ως επί το πλείστων υδρογονάνθρακες (ελαιώδη φάση) (H ναυτιλία παράγοντας θαλάσσιας ρύπανσης, το πρόβλημα και η αντιμετώπισή του, SigmaLive, 10/12/2019 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σεντινόνερο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νερο (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)