σημειοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σημειοδότηση | οι | σημειοδοτήσεις |
γενική | της | σημειοδότησης* | των | σημειοδοτήσεων |
αιτιατική | τη | σημειοδότηση | τις | σημειοδοτήσεις |
κλητική | σημειοδότηση | σημειοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σημειοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημειοδότηση < σημειοδοτώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σημειοδότηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σημειοδοτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σημειοδότηση
|