σημιτάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σημιτάνθρωπος | οι | σημιτάνθρωποι |
γενική | του | σημιτάνθρωπου & σημιτανθρώπου |
των | σημιτάνθρωπων & σημιτανθρώπων |
αιτιατική | τον | σημιτάνθρωπο | τους | σημιτάνθρωπους & σημιτανθρώπους |
κλητική | σημιτάνθρωπε | σημιτάνθρωποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σημιτάνθρωπος αρσενικό
- (νεολογισμός) άνθρωπος του Κ. Σημίτη (π. πρωθυπουργού της Ελλάδας)
- οπαδός του Κ. Σημίτη (εκ του πολιτικού περιβάλλοντος του ΠΑΣΟΚ)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ως σημιτάνθρωποι είχαν χαρακτηριστεί από τον έγκριτο ελληνικό τύπο οι 18 (και όχι μόνο) σύμβουλοι του Κ. Σημίτη, κυρίως την περίοδο που διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σημιτάνθρωπος
|