σηράγγωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σηράγγωση | οι | σηραγγώσεις |
γενική | της | σηράγγωσης* | των | σηραγγώσεων |
αιτιατική | τη | σηράγγωση | τις | σηραγγώσεις |
κλητική | σηράγγωση | σηραγγώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σηραγγώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σηράγγωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σηράγγωση θηλυκό
- η διάνοιξη σήραγγας
- (τεχνολογία, και μεταφορικά) η δημιουργία σήραγγας ή η μεταφορά πληροφορίας (ενέργειας, κτλ) σαν να περνούσε από σήραγγα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηράγγωση
|