σκάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκάρος | οι | σκάροι |
γενική | του | σκάρου | των | σκάρων |
αιτιατική | τον | σκάρο | τους | σκάρους |
κλητική | σκάρε | σκάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκάρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκάρος αρσενικό
- είδος ψαριού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκάρος
|