Μετάβαση στο περιεχόμενο

σκατόπαιδο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκατόπαιδο τα σκατόπαιδα
      γενική του σκατόπαιδου των σκατόπαιδων
    αιτιατική το σκατόπαιδο τα σκατόπαιδα
     κλητική σκατόπαιδο σκατόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκατόπαιδο < σκατο- + -παιδο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκατόπαιδο ουδέτερο

  • παιδί που έχει κακό χαρακτήρα και ενοχλεί τον κόσμο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]