σκατόφατσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκατόφατσα οι σκατόφατσες
      γενική της σκατόφατσας
    αιτιατική τη σκατόφατσα τις σκατόφατσες
     κλητική σκατόφατσα σκατόφατσες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκατόφατσα < σκατό- + φάτσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκατόφατσα θηλυκό

  1. (χυδαίο) κακάσχημος, κακομούτσουνος
  2. (χυδαίο) χαρακτηρισμός ατόμου που δημιουργεί υπόνοιες ότι ανακατεύεται με επιλήψιμες πράξεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]