σκουληκόψαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουληκόψαρο τα σκουληκόψαρα
      γενική του σκουληκόψαρου των σκουληκόψαρων
    αιτιατική το σκουληκόψαρο τα σκουληκόψαρα
     κλητική σκουληκόψαρο σκουληκόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Gunnellichthys viridescens, ένα από τα πέντε είδη σκουληκόψαρων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκουληκόψαρο < σκουλήκ(ι) + -ό- + -ψαρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκουληκόψαρο ουδέτερο

  • πρωτόγονο ψάρι χωρίς γνάθο και με νωτοχορδή (όχι σπονδυλική στήλη), με επιστημονική ονομασία Microdesminae

Μεταφράσεις[επεξεργασία]