σκυλοτροφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυλοτροφή οι σκυλοτροφές
      γενική της σκυλοτροφής των σκυλοτροφών
    αιτιατική τη σκυλοτροφή τις σκυλοτροφές
     κλητική σκυλοτροφή σκυλοτροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκυλοτροφή < σκύλος + τροφή
Μια γαβάθα με σκυλοτροφή.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκυλοτροφή θηλυκό

  • τροφή ειδικά επεξεργασμένη για σκύλους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]