σκυρμιόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκυρμιόνιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική skyrmion < Tony Skyrme (1922-1987)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκυρμιόνιο ουδέτερο
- (φυσική) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- ※ Τα σκυρμιόνια προφανώς δεν είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού. (tovima.gr)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)