σκωραμίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκωραμίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκωραμίδα θηλυκό
- ρηχό λεκανοειδές αντικείμενο που χρησιμεύει στην διευκόλυνση ούρησης και αφόδευσης ανθρώπων που βρίσκονται σε κατάκλιση, για απομάκρυνση ούρων και κοπράνων χωρίς να λερωθούν τα κλινοσκεπάσματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- «πάπια»