σλιπάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σλιπάκι | τα | σλιπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σλιπάκι | τα | σλιπάκια |
κλητική | σλιπάκι | σλιπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σλιπάκι < υποκοριστικό του σλιπ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σλιπάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σλιπ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σλιπ
σλιπάκι
|