σμεουρέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σμεουρέλαιο | τα | σμεουρέλαια |
γενική | του | σμεουρέλαιου & σμεουρελαίου |
των | σμεουρέλαιων & σμεουρελαίων |
αιτιατική | το | σμεουρέλαιο | τα | σμεουρέλαια |
κλητική | σμεουρέλαιο | σμεουρέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμεουρέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμεουρέλαιο
|