σμιλάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σμιλάρι | τα | σμιλάρια |
γενική | του | σμιλαριού | των | σμιλαριών |
αιτιατική | το | σμιλάρι | τα | σμιλάρια |
κλητική | σμιλάρι | σμιλάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμιλάρι < υποκοριστικό του αρχ "σμίλη" • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμιλάρι ουδέτερο
- ξυλουργικό και λαξευτικό εργαλείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμιλάρι
|