Μετάβαση στο περιεχόμενο

σοκακιάρης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοκακιάρης οι σοκακιάρηδες
      γενική του σοκακιάρη των σοκακιάρηδων
    αιτιατική τον σοκακιάρη τους σοκακιάρηδες
     κλητική σοκακιάρη σοκακιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σοκακιάρης < σοκάκ(ι) + -ιάρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σοκακιάρης αρσενικό (θηλυκό: σοκακιάρα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]