σομπρέρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σομπρέρο | τα | σομπρέρα |
γενική | του | σομπρέρου | των | σομπρέρων |
αιτιατική | το | σομπρέρο | τα | σομπρέρα |
κλητική | σομπρέρο | σομπρέρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σομπρέρο < (άμεσο δάνειο) ισπανική sombrero < sombra (σκιά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σομπρέρο ουδέτερο