Μετάβαση στο περιεχόμενο

σομπρέρο

Από Βικιλεξικό
άντρας με σομπρέρο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σομπρέρο τα σομπρέρα
      γενική του σομπρέρου των σομπρέρων
    αιτιατική το σομπρέρο τα σομπρέρα
     κλητική σομπρέρο σομπρέρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σομπρέρο < (άμεσο δάνειο) ισπανική sombrero < sombra (σκιά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σομπρέρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]