σουμάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /suˈma.ɾi.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουμάρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του σουμάρω, ο υπολογισμός του αθροίσματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουμάρισμα
|