σπιθοβόλημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπιθοβόλημα τα σπιθοβολήματα
      γενική του σπιθοβολήματος των σπιθοβολημάτων
    αιτιατική το σπιθοβόλημα τα σπιθοβολήματα
     κλητική σπιθοβόλημα σπιθοβολήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιθοβόλημα < (σπιθοβολώ) σπιθοβολη- + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spi.θoˈvo.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπι‐θο‐βο‐λη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπιθοβόλημα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]