σπονδυλῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σπονδυλῖτις | αἱ | σπονδυλίτιδες | ||||
γενική | τῆς | σπονδυλίτιδος | τῶν | σπονδυλιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | σπονδυλίτιδι | ταῖς | σπονδυλίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σπονδυλῖτιν | τὰς | σπονδυλίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | σπονδυλῖτι | σπονδυλίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπονδυλῖτις (μαρτυρείται από το 1879)[1] → και δείτε τη λέξη σπονδυλίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπονδυλῖτις, -ιδος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 920, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου