στερνοτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερνοτομή οι στερνοτομές
      γενική της στερνοτομής των στερνοτομών
    αιτιατική τη στερνοτομή τις στερνοτομές
     κλητική στερνοτομή στερνοτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερνοτομή < στερνο(α) + -ο- + -τομή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στερνοτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική τομή του στέρνου
    ※  Στερνοτομή: Η τομή αυτή εξασφαλίζει την πρόσβαση στο μεσοθωράκιο για εγχειρήσεις στα όργανα του Μεσοθωρακίου όπως ο Θύμος Αδένας και η Καρδιά. ([1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]