στιλβωτήριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στιλβωτήριο ουδέτερο
- κατάστημα όπου γίνεται η στίλβωση παπουτσιών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στιλβωτήριο
|