στραβόξυλο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στραβόξυλο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, σπάνιο) στραβό ξύλο
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός για πολύ δύστροπο άτομο
- (ναυπηγικός όρος) μεγάλο κυρτό ξύλο που χρησιμοποιείται στον σκελετό πλοίου, νομέας ξύλινου σκάφους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- στραβοξυλάκι
- στραβοξυλιά
- → δείτε τις λέξεις στραβός και ξύλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στραβόξυλο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)