στροβιλοϋπερπληρωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στροβιλοϋπερπληρωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στροβιλοϋπερπληρωτής αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στροβιλοϋπερπληρωτής
|