στροφαλάτρακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στροφαλάτρακτος οι στροφαλάτρακτοι
      γενική της στροφαλατράκτου των στροφαλατράκτων
    αιτιατική τη στροφαλάτρακτο τις στροφαλατράκτους
     κλητική στροφαλάτρακτε
(στροφαλάτρακτο)
στροφαλάτρακτοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στροφαλάτρακτος < στρόφαλος + άτρακτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

στροφαλάτρακτος θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Σχεδιάγραμμα «Αυτοκίνητον και τα μέρη αυτού», στο Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 465.