συγκούδουνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- συγκούδουνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συγκούδουνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκούδουνο ουδέτερο
- (ικαριώτικα) το ζώο μαζί με το κουδούνι του
- (ικαριώτικα) (μεταφορικά) όλο μαζί
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- συγκούδουνο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συγκούδουνο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του συγκούδουνος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συγκούδουνος