συμβολαιοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβολαιοποίηση οι συμβολαιοποιήσεις
      γενική της συμβολαιοποίησης* των συμβολαιοποιήσεων
    αιτιατική τη συμβολαιοποίηση τις συμβολαιοποιήσεις
     κλητική συμβολαιοποίηση συμβολαιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμβολαιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμβολαιοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμβολαιοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]