συμπαρασύρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπαρασύρω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπαρασύρω[1] (συμ- + παρασύρω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sim.pa.ɾaˈsi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπα‐ρα‐σύ‐ρω
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πα‐ρα‐σύ‐ρω

συμπαρασύρω, πρτ.: συμπαρέσυρα, αόρ.: συμπαρέσυρα, παθ.φωνή: συμπαρασύρομαι, π.αόρ.: συμπαρασύρθηκα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη σύρω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπαρασύρω < συμ- + παρασύρω)

συμπαρασύρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη σύρω