συνεπαρχιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεπαρχιώτισσα οι συνεπαρχιώτισσες
      γενική της συνεπαρχιώτισσας των συνεπαρχιωτισσών
    αιτιατική τη συνεπαρχιώτισσα τις συνεπαρχιώτισσες
     κλητική συνεπαρχιώτισσα συνεπαρχιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεπαρχιώτισσα < συνεπαρχιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ne.paɾ.çiˈo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐παρ‐χι‐ώ‐τισ‐σα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνεπαρχιώτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συνεπαρχιώτης

Πηγές[επεξεργασία]

  • συνεπαρχιώτισσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)