συνθηματολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνθηματολογώ < σύνθημα (γενική: συνθήματος) + -ο- + -λογώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sin.θi.ma.to.loˈɣo/

Ρήμα[επεξεργασία]

συνθηματολογώ

  1. λέω συνθήματα
  2. (πολιτική) λέω συνθήματα ή τσιτάτα μόνο ως λόγια, χωρίς να πιστεύω ή να εφαρμόζω τα νοήματά τους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]