συνθηματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνθηματολογία < συνθηματολογώ + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνθηματολογία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνθηματολογώ