συντάχτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντάχτρια οι συντάχτριες
      γενική της συντάχτριας των συνταχτριών
    αιτιατική τη συντάχτρια τις συντάχτριες
     κλητική συντάχτρια συντάχτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντάχτρια < συντάχ(της) + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συντάχτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συντάκτης