συνυπηρετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνυπηρετώ < αρχαία ελληνική συνυπηρετέω / συνυπηρετῶ < σύν + ὑπηρετέω / ὑπηρετῶ < ὑπό + ἐρέτης

συνυπηρετώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]