συν γυναιξί και τέκνοις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συν γυναιξί και τέκνοις < (καθαρεύουσα) σύν, γυναιξί καὶ τέκνοις (δοτική πληθυντικού του γυνή και του τέκνον) → δείτε τις λέξεις συν, γυναίκα και τέκνο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
συν γυναιξί και τέκνοις
- (λόγιο-ειρωνικό) με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, οικογενειακώς
- ↪ Μαζεύτηκαν στην πλατεία, συν γυναιξί και τέκνοις, σα να 'ταν πανηγύρι.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)