συστηματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συστηματικότητα < συστηματικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συστηματικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι συστηματικό(ς), η ιδιότητα του συστηματικού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συστηματικότητα
|