σχεδίασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχεδίασμα < μεσαιωνική ελληνική σχεδίασμα < σχεδιάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχεδίασμα ουδέτερο
- η γραφική απεικόνιση
- (μεταφορικά) η μελέτη πραγματοποίησης μιας ιδέας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σχέδιο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
γραφική απεικόνιση |
προγραμματισμός |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχεδίασμα
|