σχοινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχοινισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχοινισμός αρσενικό
- η μέτρηση του εδάφους με σχοινί
σχοινισμός αρσενικό