σύνθρονο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύνθρονο | τα | σύνθρονα |
γενική | του | σύνθρονου & συνθρόνου |
των | σύνθρονων & συνθρόνων |
αιτιατική | το | σύνθρονο | τα | σύνθρονα |
κλητική | σύνθρονο | σύνθρονα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύνθρονο ουδέτερο
- σειρά καθισμάτων σε ημικυκλική διάταξη μέσα στο ιερό του ναού και πίσω από την Aγία Tράπεζα που προορίζονταν για τους επισκόπους που παρακολουθούσαν την ακολουθία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύνθρονο
|