σώτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σώτρο | τα | σώτρα |
γενική | του | σώτρου | των | σώτρων |
αιτιατική | το | σώτρο | τα | σώτρα |
κλητική | σώτρο | σώτρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σώτρο < ελληνιστική κοινή σῶτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σώτρο ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) η ζάντα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σώτρο
|