τέθωρας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τέθωρας | οι | τέθωρες |
γενική | του | τέθωρα | — | |
αιτιατική | τον | τέθωρα | τους | τέθωρες |
κλητική | τέθωρα | τέθωρες | ||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τέθωρας < περικοπή της λέξης: τεθωρακισμένο + -ας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τέθωρας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) χειριστής τανκ
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Περικοπές (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτική αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)