ταπητοκαθαριστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταπητοκαθαριστήριο < τάπης + καθαριστήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταπητοκαθαριστήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταπητοκαθαριστήριο
|