ταυρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταυρί | τα | ταυριά |
γενική | του | ταυριού | των | ταυριών |
αιτιατική | το | ταυρί | τα | ταυριά |
κλητική | ταυρί | ταυριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταυρί < ταύρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταυρί ουδέτερο
- νεαρός ταύρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταυρί
|