τετράβηλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετράβηλο ουδέτερο
- (θρησκεία): το πέπλο που φέρεται στο κυβώριο πάνω από την αγία τράπεζα
- (συνεκδοχικά): τετράγωνο πέπλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράβηλο
|