τετράμηνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τετράμηνο | τα | τετράμηνα |
γενική | του | τετράμηνου & τετραμήνου |
των | τετράμηνων & τετραμήνων |
αιτιατική | το | τετράμηνο | τα | τετράμηνα |
κλητική | τετράμηνο | τετράμηνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετράμηνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετράμηνο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράμηνο
|