τετράστρεμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράστρεμμα τα τετραστρέμματα
      γενική του τετραστρέμματος των τετραστρεμμάτων
    αιτιατική το τετράστρεμμα τα τετραστρέμματα
     κλητική τετράστρεμμα τετραστρέμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετράστρεμμα < τετρα- + στρέμμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετράστρεμμα ουδέτερο,

  1. έκταση τεσσάρων στρεμμάτων
  2. οικόπεδο, αγρός, ή χωράφι έκτασης τεσσάρων στρεμμάτων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]