τετραορμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετραορμή θηλυκό
- (φυσική) Η τετραορμή είναι το γινόμενο της μάζας ηρεμίας επί την τετραταχύτητα. pµ = muµ = m. dxµ dτ.